- σφάγιο
- το / σφάγιον, ΝΜΑ, και σφαγιό Ν [σφαγή]ζώο ή πρόσωπο που προορίζεται για θυσία στους θεούςνεοελλ.1. (τροφ. τεχνολ.) σφαγμένο ζώο που έχει αφαιμαχθεί, εκδαρεί και εκσπλαγχνιστεί και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση τού ανθρώπου2. μτφ. άνθρωπος που σφάζεται, που φονεύεται3. φρ. α) «έτοιμο σφάγιο»(τροφ. τεχνολ.) σφάγιο που έχει υποστεί κτηνιατρικό έλεγχο και έχει ταξινομηθείβ) «διάπλαση σφαγίων»(τροφ. τεχνολ.) ο βαθμός ανάπτυξης τών μυϊκών μαζών, που αποτελεί βασικό κριτήριο τής ποιοτικής ταξινόμησης τών σφαγίωνγ) «κατάσταση πάχυνσης σφαγίων»(τροφ. τεχνολ.) κριτήριο ποιοτικής ταξινόμησης τών σφαγίων, που συνίσταται στην ποσότητα τού εξωτερικού στρώματος λίπους, στα αποθέματα λίπους που βρίσκονται στον θώρακα, στα νεφρά και στη λεκάνη και στη διήθηση τού λίπους μεταξύ και εντός τών μυών, αλλ. κατανομή λίπουςδ) «ποιοτική ταξινόμηση σφαγίων»(τροφ. τεχνολ.) η κατάταξη τών σφαγίων σε ποιότητες με βάση τη διάπλαση και την κατάσταση πάχυνσης τουςαρχ.φρ. α) «τὰ σφάγια γίνονται καλὰ [ή χρηστὰ ή καταθύμια]» — η θυσία δίνει ευνοϊκά σημείαβ) «σφάγια ἔρδειν [ή τέμνειν ή προσφέρειν ή ἅπτεσθαι]» — κάνω τις συνηθισμένες ενέργειες για τη μαντεία με εξέταση σφαγίου.
Dictionary of Greek. 2013.